οθωνικός

οθωνικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Όθωνα, τον πρώτο βασιλιά τής νεώτερης Ελλάδας
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα χρόνια τής βασιλείας τού Όθωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Όθων. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • οθώνειος — ο, θηλ. και α [Όθων] οθωνικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”